Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

) το πέρασμα 2) (

  • 1 πέρασμα

    [паразма] ουσ. о. прохождение, переход, переезд,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πέρασμα

  • 2 переход

    α.
    1. διάβαση, διέλευση, πέρασμα• διάπλους.
    2. μετακίνηση, μετατόπιση. || εξάπλωση, επέκταση• μετάδοση. || αλλαγή διαμονής. || προβίβαση (μαθητή, σπουδαστή).
    3. αυτομόληση. || αλλαξοπιστία. || μεταβίβαση. || μτφ. μεταπήδηση, πέρασμα•

    переход к другой теме πέρασμα σε άλλο θέμα.

    || μετατροπή εξέλιξη•

    переход ссоры в драку πέρασμα από το μάλωμα στον τσακωμό.

    4. στάση (η απόσταση μεταξύ δύο σταθμεύσεων).
    5. πέρασμα (μέρος διάβασης).
    6. διάδρομος.
    7. μετάπτωση.

    Большой русско-греческий словарь > переход

  • 3 переход

    переход
    м
    1. (действие) прям., трен. τό πέρασμα:
    \переход через реку ὁ διάπλους ποταμοῦ· \переход количества в качество τό πέρασμα τής ποσότητας σέ ποιότητα·
    2. (место) ἡ δίοδος, τό πέρασμα:
    крытый \переход ἡ στοά·
    3. воен. ἡ πορεία:
    дневной \переход ἡ πορεία μιᾶς ήμέρας.

    Русско-новогреческий словарь > переход

  • 4 насадка

    θ.
    1. βάλσιμο, πέρασμα•

    насадка топора на топорище πέρασμα του στειλιαριού στο τσεκούρι•

    насадка червяка на крючок πέρασμα του σκουληκιού στο αγκίστρι.

    2. δόλωμα ψαριών.
    3. επίθεμα, επικάλυμμα.

    Большой русско-греческий словарь > насадка

  • 5 проводка

    θ.
    1. πέρασμα, διέλευση, διάβαση• οδήγηση.
    2. εγκατάσταση, κατασκευή.
    3. καταχώρηση, εγγραφή πέρασμα (στα λογιστικά βιβλία).
    4. δίχτυ ηλεκτρικό πέρασμα καλωδίων, καλωδιαση.

    Большой русско-греческий словарь > проводка

  • 6 провождение

    ουδ.
    1. οδήγηση, διάβαση, διέλευση πέρασμα.
    2. διαμονή• το πέρασμα•

    провождение времени το πέρασμα του χρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > провождение

  • 7 прорубить

    ρ.σ.μ.
    1. διατρυπώ με κοφτερό εργαλείο•

    прорубить стену ανοίγω τρύπα στον τοίχο•

    прорубить окно ανοίγω παράθυρο•

    прорубить проруб ανοίγω τρύπα στον πάγο, τρυπώ τον πάγο.

    2. ανοίγω πέρασμα, δίοδο•

    прорубить просеку ανοίγω πέρασμα.

    3. κόβω (για ένα χρον. διάστημα).
    1. ανοίγω δρόμο, δίοδο, πέρασμα.
    2. μάχομαι, δι-αξιφίζομαι (για ένα χρον. διάστημα)•

    прорубить с врагом целый день πελεκιέμαι με τον εχθρό όλη τη μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > прорубить

  • 8 перевал

    1. (действие) το πέρασμα, η διάβαση 2. (доступное для перехода место в горном хребте) το πέρασμα, ο αυχένας, το διάσελο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перевал

  • 9 переход

    1. (действие) η μετάβαση, η μεταβολή 2. (часть плавания) о διάπλους 3. (переходная часть электрического соединителя) о (ηλεκτρικός) σύνδεσμος προσαρμογής 4. (расстояние, которое можно пройти без остановки за какой-л. определенный срок) η απόσταση μεταξύ δύο στάσεων 5. (место, приспособленное или пригодное для перехода, переправы) η διάβαση, το πέρασμα 6. (коридор, соединяющий одно здание с другим) το πέρασμα, ο διάδρομος, η ένωση (που ενώνει δυο κτήρια μεταξύ τους).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переход

  • 10 просека

    1. (очищенная от деревьев полоса в лесу, служащая границей, дорогой и т.п.) το πέρασμα (στο δάσος)
    η υλοτο-μημένη λωρίδα του δάσους (για πέρασμα, σύνορα κ.λπ.)
    2. (противопожарный участок в лесу) η πυροσβεστική ζώνη του δάσους.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просека

  • 11 нельзя

    нельзя 1) (запрещено) δεν επιτρέπεται 2) (невозможно) δε γίνεται, δεν είναι δυνατό· здесь \нельзя пройти εδώ δεν έχει πέρασμα' \нельзя ли посетить...? μπορώ να επισκεφτώ..; \нельзя! μη!
    * * *
    1) ( запрещено) δεν επιτρέπεται
    2) ( невозможно) δε γίνεται, δεν είναι δυνατό

    здесь нельзя́ пройти́ — εδώ δεν έχει πέρασμα

    нельзя́ ли посети́ть...? — μπορώ να επισκεφτώ..

    нельзя́! — μη!

    Русско-греческий словарь > нельзя

  • 12 перевал

    перевал м το πέρασμα, το διάσελο (του βουνού)
    * * *
    м
    το πέρασμα, το διάσελο (του βουνού)

    Русско-греческий словарь > перевал

  • 13 переезд

    переезд м 1) (место ) το πέρασμα 2) (действие) η μετακίνηση· η μεταφορά, η μετακόμιση (на другую квартиру)
    * * *
    м
    1) ( место) το πέρασμα
    2) ( действие) η μετακίνηση; η μεταφορά, η μετακόμιση ( на другую квартиру)

    Русско-греческий словарь > переезд

  • 14 переход

    переход м 1) (место ) η διάβαση (через улицу ) το πέρασμα 2) (действие ) η μετάβαση
    * * *
    м
    1) ( место) η διάβαση ( через улицу); το πέρασμα
    2) ( действие) η μετάβαση

    Русско-греческий словарь > переход

  • 15 подземный

    подземный υπόγειος· \подземный переход το υπόγειο πέρασμα, η υπόγεια διάβαση
    * * *

    подзе́мный перехо́д — το υπόγειο πέρασμα, η υπόγεια διάβαση

    Русско-греческий словарь > подземный

  • 16 проезд

    проезд м 1) (действие) η διαδρομή, η διέλευση· бесплатный \проезд η δωρεάν διαδρομή 2) (место) το πέρασμα, η διάβαση, η δίοδος
    * * *
    м
    1) ( действие) η διαδρομή, η διέλευση

    беспла́тный прое́зд — η δωρεάν διαδρομή

    2) ( место) το πέρασμα, η διάβαση, η δίοδος

    Русско-греческий словарь > проезд

  • 17 проход

    проход м το πέρασμα, η διάβαση, η δίοδος
    * * *
    м
    το πέρασμα, η διάβαση, η δίοδος

    Русско-греческий словарь > проход

  • 18 проход

    проход
    м
    1. (действие) τό πέρασμα, ἡ δίοδος, ἡ διάβαση [-ις):
    \проход воспрещен! ἀπαγορεύεται ἡ διάβαση·
    2. (место) ἡ δίοδος, τό πέρασμα:
    узкий \проход ἡ στενή δίοδος· го́рный \проход ἡ κλεισούρα, ἡ κλεισω-ρεια· ◊ он мне \проходу не дает μοῦ ἐγινε κολλητσίδα· задний \проход анат. ὁ πρωκτός, ἡ ἔδρα

    Русско-новогреческий словарь > проход

  • 19 времяпрепровождение

    ουδ.
    το πέρασμα του χρόνου, του καιρού, της ώρας•

    скучное -ανιαρό πέρασμα του χρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > времяпрепровождение

  • 20 дорога

    θ.
    1. δρόμος, οδός•

    просёлочная αγροτικός δρόμος•

    автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•

    шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•

    водная υδάτινη οδός•

    воздушная дорога εναέρια οδός•

    широкая дорога φαρδύς δρόμος•

    торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•

    большая κύρια οδός•

    сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•

    не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•

    на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•

    я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•

    пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•

    воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.

    2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•

    встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•

    дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•

    уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.

    3. ταξίδι•

    утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•

    веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•

    запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•

    отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•

    собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•

    счастливой -и καλό ταξίδι.

    4. μέσο•

    упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.

    εκφρ.
    канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•
    конно-железная дорогаβλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•
    без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•
    по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•
    дать ή уступить -уκ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•
    перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•
    пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•
    стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•
    стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•
    он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση.

    Большой русско-греческий словарь > дорога

См. также в других словарях:

  • πέρασμα — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 660 μ.), στην πρώην επαρχία Φλωρίνης, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ., κάτ.). 2. Μικρός ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Δράμας,… …   Dictionary of Greek

  • πέρασμα — το βλ. πέραμα και περασιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»